Αργυράκης, Μίνως — (Σμύρνη 1920 – Αθήνα 1998). Ζωγράφος, σκιτσογράφος και σκηνογράφος. Αυτοδίδακτος, παρουσίασε έργα του σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Νέα Υόρκη, Παρίσι, Μόσχα κ.α.). Ως σκιτσογράφος συνεργάστηκε με διάφορες… … Dictionary of Greek
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
γυναικωνυμικό — το το όνομα κάποιου από τη μητέρα ή τη σύζυγο του («ο Αργυράκης τής Γαρουφαλιάς» ή «η Γιώργαινα» «η γυναίκα τού Γιώργου , η Μήτραινα κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < γυνή, γυναικός + όνυμα, αιολ. τ. τού όνομα. Το ω τού τ. κατά τον νόμο τής «εκτάσεως εν… … Dictionary of Greek